- σκηπτούχους
- σκηπτοῦχοςbearing a staffmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρακαλώ — έω, Α 1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο 2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.) 3. επικαλούμαι κάποιον επίσης 4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek